- θαυματίζομαι
- θαυμᾰτ-ίζομαι,A marvel much, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαυματίζομαι — (Α) [θαύμα] (κατά τον Ησύχ.) «εκπλήττομαι» … Dictionary of Greek
θαυματίζομαι — marvel much pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)